- κλαδοσπόριο
- (Cladosporium). Γένος ασκομυκήτων, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 30 είδη. Σχηματίζουν αποικίες χρώματος σκούρου πράσινου έως μαύρου που οφείλεται στην παραγωγή μίας μαύρης χρωστικής, η οποία προστατεύει το κ. από την υπεριώδη ακτινοβολία. Πρόκειται για το πιο κοινό γένος μυκήτων που συναντάται στον αέρα –ακόμα και σε εσωτερικούς χώρους– και είναι υπεύθυνο για πολλές αλλεργικές αντιδράσεις και αναπνευστικά προβλήματα. Μία μεγάλη ποικιλία φυτών αποτελεί πηγή τροφής για το κ. Συναντάται σε ξυλώδη φυτά, στο έδαφος, σε τρόφιμα, σε υφάσματα κλπ. Οι κ. εμφανίζονται κυρίως την εποχή που πλησιάζουν να πέσουν τα φύλλα των δέντρων.
Οι αμπελουργοί με τη λέξη κ. χαρακτηρίζουν μια αρρώστια του αμπελιού, ελαφράς μορφής.
* * *τοβοτ. γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στους υφομύκητες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ* πρβλ. αγγλ. cladosporium < clado- (πρβλ. κλάδος [Ι]) + spor- (πρβλ. σπόρος) + κατάλ. -ium, λατ. προελεύσεως, που αποδίδεται στην ελλ. με την -ιον].
Dictionary of Greek. 2013.